- χώμα
- το / χῶμα, -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ντο από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο έδαφοςνεοελλ.1. σκόνη («ο αέρας γέμισε χώμα τα παράθυρα»)2. έδαφος («έπεσε από ψηλά στο χώμα»)3. γη, τόπος («το άγιο χώμα τής πατρίδας»)4. φρ. α) «έφαγε η πλάτη του χώμα» — έπεσε σε ύπτια θέσηβ) «έφαγε η μύτη [ή η μούρη] του χώμα» — τόν έριξε ο αντίπαλος μπρούμυταγ) «τόν κύλισε στο χώμα» — τόν έριξε καταγήςδ) «τόν έφαγε το [μαύρο] χώμα» — πέθανε και τόν έθαψαναρχ.1. επίχωμα, τεχνητό ύψωμα για την κατάληψη τείχους («ὁρῶντες τὸ χῶμα αἰρόμενον», Θουκ.)2. ανάχωμα σε όχθη ποταμού3. αποβάθρα, μώλος4. αμμώδης γλώσσα εδάφους, ακρωτήριο5. τύμβος, τάφος (α. «οὔτε τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», Ευρ.β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ ῥεῡμα», Πλάτ.)6. σωρός από ερείπια («ἔθηκας πόλεις εἰς χῶμα», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χω- τού αρχ. χώννυμι* «σχηματίζω σωρό, φράζω, αποκλείω» + κατάλ. -μα (πρβλ. ζώννυμι: ζῶμα)].
Dictionary of Greek. 2013.